Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821…

Πάντως, χάρη στις άοκνες προσπάθειες και την επιβλητική παρουσία του Κολοκοτρώνη, τα στρατόπεδα γύρω από την Τρίπολη είχαν μπορέσει να συγκροτηθούν με αρκετά οργανωμένο τρόπο το καλοκαίρι πριν την άλωσή της. Παράλληλα, τα οργανωτικά, στρατολογικά και επισιτιστικά καθήκοντα καθώς και τη συγκέντρωση των πόρων θα αναλάμβαναν οι συσταθείσες γι' αυτό τον λόγο Εφορείες ή Φροντιστήρια, που απαρτίζονταν από τοπικούς κοτζαμπάσηδες και άλλα πρόσωπα με επιρροή, με συνέπεια να αναδειχτούν γρήγορα στις ανώτατες κατά τόπους επαναστατικές αρχές – αλλά επίσης συχνά να έρχονται σε μεγάλες προστριβές με τους οπλαρχηγούς.

Πάντως, ενώ οι Ρουμελιώτες ως πολεμιστές ήταν πολύ πιο ανδρείοι και αποτελεσματικοί, στο επιχειρησιακό επίπεδο ο πόλεμος είχε καλύτερα αποτελέσματα στην Πελοπόννησο όπου η ηγεσία ήταν πιο συγκεντρωτική και δεν σήκωνε ο καθένας τόσο εύκολα το δικό του «μπαϊράκι» (που σημαίνει λάβαρο στα τούρκικα διότι πράγματι κάθε ομάδα έφερε και τη δική της σημαία στην μάχη).

Σε ό,τι αφορά την ίδια την τακτική της μάχης, εφαρμόζονταν κι εδώ ανορθόδοξες μέθοδοι που ταίριαζαν όμως με τον χαρακτήρα αυτού του ιδιότυπου στρατού, και αποδεικνύονταν άλλοτε αποτελεσματικές, εντυπωσιάζοντας τους φιλέλληνες αξιωματικούς (που είχαν έρθει να συνδράμουν έχοντας ως πρότυπο τον πόλεμο κατά παράταξη με πυκνές φάλαγγες), άλλοτε πάλι μάλλον προβληματικές.

Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως, η τακτική ήταν εκείνη του αμυντικού πολέμου. Δηλαδή, για παράδειγμα, κατά τις πολιορκίες, η μέθοδος που ακολουθούσαν οι Έλληνες ως πολιορκητές ήταν εκείνη της περικύκλωσης του εκάστοτε φρουρίου και της αναμονής μέχρι να εξαντληθούν τα πυρομαχικά, τα αποθέματα αλλά και η υπομονή των πολιορκημένων. Άλλωστε ούτε πυροβολικό διέθεταν συνήθως για να βομβαρδίσουν τα τείχη, ούτε και κατάλληλη εκπαίδευση για να τα καταλάβουν με ρεσάλτο.

Η μέθοδος αυτή της αναμονής εξυπηρετούσε όμως και έναν άλλο στόχο. Οι πολιορκητές προτιμούσαν να κατακτήσουν την καστρόπολη, ει δυνατόν, άθικτη, και όχι κατεστραμμένη, προκειμένου να μπορούν να βρουν υλικό προς λαφυραγώγηση, που ήταν και βασικό κίνητρο για πολλούς που συμμετείχαν στην πολιορκία, έχοντας αφήσει πίσω για μήνες χωρίς πόρους τις οικογένειές τους. Άλλωστε γι' αυτό και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας μπορεί κάποιοι από τους πολιορκητές να διαπραγματεύονταν κρυφά ή φανερά την απελευθέρωση κάποιων πλούσιων Τούρκων, με πολύ ακριβό αντίτιμο.

Η κατάληψη μπορεί φυσικά να συνοδευόταν και από την σφαγή του πολιορκημένων, αν και μετά τις ακρότητες που είχαν ακολουθήσει την άλωση της Τριπολιτσάς, υπήρχε γενική εντολή να αποφεύγονται τέτοιες πρακτικές διότι «αμαυρώνεται ο χαρακτήρ του Έθνους μας, και καταφαινόμεθα ως άσπλαχνοι, απάνθρωποι, βάρβαροι».

Αμυντικές ήταν οι τακτικές που ακολουθούνταν και στις μάχες των ελιγμών. Από τη στιγμή που είχε αποκλειστεί ως ασύμφορη η αντιπαράθεση κατά παράταξη, οι Έλληνες, έχοντας πλήρη συνείδηση των μειονεκτημάτων τους, και εκμεταλλευόμενοι από την άλλη τα συνήθως στενά περάσματα που διέσχιζαν την Στερεά Ελλάδα, επέλεγαν να καιροφυλακτούν να έρθει ο εχθρός σε αυτούς παρά να επιτεθούν εκείνοι κατά πρόσωπο.

Φρόντιζαν λοιπόν κάθε φορά να φτιάχνουν «χωσιές» ή «καρτέρια», δηλαδή οχυρωματικές θέσεις εν είδει ενέδρας, με ισχυρό πλεονέκτημα, και από εκεί να ρίχνουν τις μπαταριές τους την ώρα που θα βρίσκονταν εκτεθειμένα τα τουρκικά στρατεύματα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, περιόριζαν και τις δικές τους απώλειες, κρυμμένοι πίσω από τα ταμπούρια τους, σε αντίθεση με τους Τούρκους στρατιώτες που συχνά είχαν την τάση να κάνουν αφύλακτοι τα γιουρούσια τους, καταγράφοντας πολύ περισσότερους νεκρούς.

Αν πάλι η μάχη κατέληγε σε πόλεμο θέσεων, αυτός διεξαγόταν συνήθως όσο υπήρχε φως και όχι τη νύχτα, κι εξελισσόταν σε έναν πόλεμο νεύρων, με τους αντιπάλους (που γνώριζαν ο ένας την γλώσσα του άλλου) να ανταλλάσουν βρισιές και ταπεινώσεις, με ευφάνταστη ευρηματικότητα. Η κατασπατάληση των πυρομαχικών, που συχνά ήταν και άσκοπη (στους Έλληνες έλειπε συχνά το μπαρούτι καθώς η παραγωγή των μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας δεν επαρκούσε), είχε την κατάληξη κάποια πλευρά να υποχωρεί, και η νίκη να μένει στο τέλος ορφανή.

Αν βέβαια για τις ανάγκες της επιχείρησης έπρεπε να συνεργαστούν αρκετοί οπλαρχηγοί μεταξύ τους, σπανίως εφαρμοζόταν κάποιο κοινό σχέδιο μάχης, καθώς επικρατούσε η πολυαρχία και άρα η αναρχία την ώρα της μάχης. Εκείνος δε που αποφάσιζε να υποχωρήσει, δεν αισθανόταν υποχρεωμένος να ρωτήσει κανέναν αφήνοντας ακάλυπτους τους συντρόφους του.

Αν πάλι έπρεπε κάποια στιγμή να επιτεθούν όλοι μαζί, το έκαναν σε μπουλούκια και διασκορπισμένοι σε βάθος. Οι μόνοι που πολεμούσαν με αραίωση κατά πλάτος και όχι σε βάθος ήταν οι Σουλιώτες, οι αρχηγοί των οποίων ήταν και οι μόνοι που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της μάχης, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς που είχαν την τάση να αυτοπροστατεύονται διότι τυχόν απώλεια του αρχηγού σήμαινε και διάλυση της ομάδας του.

Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις παληκαριών που άλλαζαν καπετάνιο αν εξασφάλιζαν αλλού καλύτερους όρους, κυρίως οικονομικούς.Τα όπλα –κουμπούρια, καριοφίλια, γιαταγάνια κ.λπ.–, που υμνήθηκαν άλλωστε τόσο πολύ και στα δημοτικά τραγούδια, ήταν το μέγιστο φετίχ των πολεμιστών αυτών, και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ταπείνωση από το να τα χάσουν στη μάχη ή ακόμη χειρότερα να τους τα αφαιρέσει ο αρχηγός ως τιμωρία για κάποιο σοβαρό παράπτωμα.

Οι συνθήκες βάσει των οποίων διεξήχθη, λοιπόν, ο σχεδόν δεκαετής αυτός πόλεμος, στην ξηρά τουλάχιστον (ελπίζουμε να ακολουθήσει ένα ακόμη σημείωμα για τις ναυτικές επιχειρήσεις) προσδιορίζονταν από την κοινωνική οργάνωση, τα διαθέσιμα μέσα και την κουλτούρα των αγωνιστών του 1821. Ως μια αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία κλεφταρματωλών, είχαν ενσωματώσει μια ιδιαίτερη κουλτούρα της τιμής αλλά και της βίας, η οποία ενίοτε μπορούσε να ξεπεράσει και τα αποδεκτά όρια, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τους αντιπάλους τους που κατέφυγαν κι εκείνοι κατά περιόδους σε ανομολόγητες αγριότητες.

Θα συναντήσει όμως κανείς και πάμπολλα περιστατικά ανιδιοτελούς αυταπάρνησης και αυθεντικού ηρωισμού στο πεδίο της μάχης.Με τον καιρό, οι σκληροί αυτοί άνθρωποι, που έρχονταν από τα βάθη της ιστορίας και του πολιτισμού θα μάθαιναν να πολεμούν εφαρμόζοντας μια διαφορετική οικονομία της βίας, πιο εξορθολογισμένη. Εκείνο που θα αργούσαν πάντως να μάθουν θα ήταν η οργάνωση ενός αξιόμαχου τακτικού στρατού κληρωτών που έγινε τελικά εφικτός στην ουσία έναν αιώνα αργότερα.

- Ελληνική Ιστορία και Προϊστορία