Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο
Ο συμβατικός χώρος που αποκαλείται αρχαίο ελληνικό θέατρο και η ορχήστρα του, δεν είναι τόπος προσποίησης μιας πραγματικότητας, μιας παραποιημένης αντιγραφής ζωής, αλλά ο τόπος όπου η ίδια η ζωή βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ενσαρκώνει την «εσωτερική» αλήθεια της, θεατρική αδεία, πέρα από περιορισμούς χώρου και χρόνου. Το θέατρο μπορεί να είναι δημιουργία ανθρώπινη που πραγματεύεται πρόσωπα και τη συμβατική τους δράση στο χωρογίγνεσθαι, όμως το πνεύμα του είναι απόλυτα μεταφυσικό γιατί ξεφεύγει από τα ανθρώπινα στενά μέτρα, θεάται τους ανώτερους κόσμους και επιστρέφει πίσω στη ζωή για να δώσει με εμπιστευτικό τρόπο, τις ιδέες του Δικαίου, του Ωραίου και του Αληθινού. Αυτή είναι η φύση του θεάτρου, εκείνου που αποκαλούμε μυστηριακό, του θεάτρου εκείνου που αναδύεται από τα μυστήρια που ετελούντο στην ιερή πόλη της Ελευσίνας.
Ακολουθώντας τη φυσική διάρθρωση του Σύμπαντος, που είναι ταυτόχρονα ένα και τριπλό, το αρχαίο δράμα χωρίστηκε σε τραγωδία, σατυρικό δράμα και κωμωδία.
Στη τραγωδία, οι Θεοί και η μοίρα κατευθύνουν τους ανθρώπους και με τη σειρά τους πάλι αυτοί, καθυποτάσσονται στη Δίκη, κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους. Η ανεξέλεγκτη χρήση της ελευθερίας και η άλογη δράση οδηγούν στην αμαρτία της υπερβολής, στην ύβρη. Μόλις συμβεί η ύβρις, ακολουθεί η Νέμεσις. Έτσι, από τη πλοκή –που εμπλέκει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και τους γύρω τους, ακόμα και ολόκληρη την πόλη- οδηγούμαστε στην κορύφωση, στην οριακή δηλαδή εκείνη κατάσταση όπου τα τραγικά γεγονότα έρχονται μοιραία, όμως μετά επέρχεται η λύση, η κάθαρση, η τελική λύτρωση.
Κατά τον Αριστοτέλη το τραγικό αποδίδεται σ’ αυτό το στοιχείο, που μέσα από το φόβο και το έλεος, εξαγνίζει τις ψυχές των παθόντων. Ο τραγικός φόβος, δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η κωμωδία απ’ την άλλη, ως αντίθετος πόλος της τραγικής κατάστασης, παρουσιάζει την εξωτερική όψη της ζωής, η οποία βρίσκεται πέρα απ’ τα βάσανα που προκαλεί η ενασχόληση με την αυτογνωσία και την πνευματική άσκηση. Οι ήρωές της, ζουν στη φύση, ζυμώνονται με το χώμα της γης κι αυτή τους ανταμείβει με λογής λογής καλούδια, όπως σκόρδα, ψωμί, κρασί και λάδι. Έτσι, ευγνώμονες γεμάτοι ευτυχία γλεντούν, μεθούν και χορεύουν ενώ οι Θεοί πάντα παρόντες, παρακολουθούν με συγκατάβαση και ανάλαφρη διάθεση.
Το μυστηριακό θέατρο μέσα απ’ τις μορφές του, προβάλλει την θέα όχι μόνο του χονδροειδούς φυσικού κόσμου αλλά και των πιο λεπτοφυών και ως εκ τούτου, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά, η τραγωδία έχει σκοπό να παρασύρει τον θεατή μέσα στη δράση, ενσωματώνοντας τον στο έργο, σα να είναι ένας ακόμα ηθοποιός ή τουλάχιστον κάποιος που συμμετέχει ενεργά, παρακινούμενος απ’ τα ίδια τα γεγονότα. Το ιδανικό αυτού του είδους θεάτρου είναι να βγει ο θεατής διαφορετικός απ’ ότι μπήκε. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για «αλχημικό» θέατρο, αφού κατ’ ουσίαν αυτό που επιχειρείται είναι μια μετάλλαξη, μετουσίωση των θεατών.
Η τραγωδία που το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις τράγος και ωδή, το άσμα του τράγου, δηλαδή του Πανός, πηγάζει με άμεσο τρόπο από αφηγήσεις που σχετίζονται με τον Διόνυσο-Βάκχο. Το τραγικό έργο λοιπόν είναι βαθύτατα θρησκευτικό. Άλλωστε η τραγωδία δεν εμφανίζεται ξαφνικά αλλά ως εξέλιξη τελετουργικών δρώμενων, που ήδη υπήρχαν από παλιά, ίσως και προ τεσσάρων χιλιετών, σε όλο τον Ελλαδικό χώρο.
Βέβαια καθώς η σωζόμενη αρχαία ελληνική γραμματεία δεν αποτελεί παρά μικρό μέρος, σπάραγμα του συνόλου, αγνοούμε πολλά πράγματα σχετικά με την απαρχή της τραγωδίας και τη σχέση της με τα μυστήρια. Έτσι, δεν γνωρίζουμε ούτε πότε ούτε πως κάποια τελετουργικά μυστικής προέλευσης έγιναν προσιτά με τη μορφή παράστασης σε μη μυημένους. Φαίνεται πάντως ότι το αρχικό σκηνικό ήταν τα δάση, τα βουνά, τα σπήλαια και οι βράχοι που προσέφεραν φυσικές πέτρινες κερκίδες στους θεατές-κοινωνούς των ιεροτελεστιών. Αυτοί οι φυσικοί χώροι αξιοποιήθηκαν για να ενισχύσουν το πνευματικό αποτέλεσμα του λόγου, του χορού και του τραγουδιού, των υποκριτών-σατύρων.
Ο Θέσπις είναι αυτός που εισάγει τη δράση στα μέχρι τότε δρώμενα, καθιερώνοντας ένα διάλογο μεταξύ ενός υποκριτή και του χορού, ο οποίος χορεύοντας τελετουργικά, τραγουδούσε μπροστά στο βωμό, μπροστά στο ξόανο του Θεού. Στη συνέχεια, η δράση έγινε πιο σύνθετη. Αυξήθηκε ο αριθμός των υποκριτών και υιοθετήθηκαν προσωπεία μέσα από τα οποία αποκτούσε αλλόκοσμη χροιά και δυνάμωνε ο ήχος της ανθρώπινης φωνής. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ειδικά κοστούμια, διάφορα μηχανικά σκηνικά, κόθορνοι και ξυλοπόδαρα που έδιναν στο σύνολο την εικόνα μιας μεγαλειώδους παράστασης, ικανής να ενθουσιάσει και να διδάξει το κοινό που παρακολουθούσε.
Το αρχαίο λοιπόν ελληνικό θέατρο, με προεξάρχουσα την τραγωδία, αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης μας και έχει όχι μόνο φόρμα τελετουργική και ύφος και δομή μυστηριακή αλλά τόσο αφετηρία όσο και σκοπό μυστηριακό και εσωτερικό.
πηγή: http://www.esotheatro.gr/index.php/el/2013-09-05-17-05-49
Η θεραπευτική διάσταση του αρχαίου δράματος
Η θεατρική τέχνη γεννήθηκε στην Ελλάδα πριν από 2500 χρόνια, όταν κάποιος, διασκεδάζοντας με τα τραγούδια στις ζωηρές γιορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου, σκέφτηκε να απαντήσει με στίχους σε όσα τραγουδούσε η ομάδα των τραγουδιστών. Αυτός ήταν ο πρώτος διάλογος, από τον οποίο προήλθαν το δράμα και η κωμωδία. Πρώτα στο θέατρο και αργότερα στον κινηματογράφο. Και όλοι θα συμφωνήσουμε πως οι θεατρικές παραστάσεις και οι ταινίες είναι η βασική διασκέδαση για τους περισσότερους από εμάς. Αλλά για τους αρχαίους Έλληνες, η παρακολούθηση ενός δράματος δεν ήταν πηγή διασκέδασης. Ήταν ψυχαγωγία και μέσω αυτής, ψυχοθεραπεία.
Ενώ η λέξη διασκέδαση προέρχεται από το ρήμα διασκεδάννυμαι, που σημαίνει σκορπίζομαι, η ψυχαγωγία σημαίνει την αγωγή της ψυχής. Η λέξη αγωγή, που σήμερα την ταυτίζουμε με την παιδεία, είχε μία ευρύτερη σημασία για τους αρχαίους. Σημαίνει όχι μόνο την εκπαίδευση της ψυχής, αλλά και την ανάτασή της, την μεταφορά της σε μία κατάσταση καθαρότερη και ελαφρύτερη. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η τραγωδία χρησιμοποιεί ως μέσο τον οίκτο και τον φόβο για αν οδηγήσει την ψυχή στην κάθαρση. Κι επειδή η τραγωδία επιτελούσε έναν τόσο σημαντικό κοινωνικό και θεραπευτικό ρόλο, η παράσταση ενός έργου ονομαζόταν διδασκαλία και από την εποχή του Περικλή κι ύστερα παρεχόταν στους φτωχότερους πολίτες δωρεάν.
Από τη θρησκεία στην ψυχολογία
Αυτό που έκανε την ελληνική τραγωδία τόσο ξεχωριστή ήταν ο αρμονικός συνδυασμός του πρωτόγονου συναισθηματισμού και της ορθολογικής σκέψης, δύο καταστάσεων που σπάνια τα βρίσκουν μεταξύ τους. Το πρωτόγονο συναίσθημα εκφραζόταν με τη λατρεία στον θεό Διόνυσο, έναν ζωηρό κι ατίθασο θεό που αγαπά το κρασί, τον χορό και τον έρωτα, ενώ αντιπαθεί κάθε περιορισμό. Η λογική και το μέτρο χαρακτηρίζουν τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, της μουσικής και της αρμονίας.
Αν και γέννημα των διονυσιακών τελετών, το θέατρο επεκτάθηκε σταδιακά και στον χώρο του Απόλλωνα, με τον ίδιο τρόπο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος πρώτα ανέπτυξε το μέρος που επεξεργάζεται το συναίσθημα και αργότερα απέκτησε τα εργαλεία της λογικής επεξεργασίας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα δύο αυτά τμήματα του εγκεφάλου επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες, με αποτέλεσμα πολλές φορές να ενεργούμε παράλογα, ακολουθώντας τις εντολές του θυμικού πριν προλάβει η λογική να επεξεργαστεί την εντολή.
Αυτό που συμβαίνει είναι πως αυτό που αισθανόμαστε από μία εμπειρία (χαρά, πόνο, φόβο κ.τ.λ.) αποθηκεύεται σ’ ένα ειδικό μέρος του εγκεφάλου. Αν δεν το απεγκλωβίσουμε από εκεί, ώστε να υποστεί λογική επεξεργασία, παραμένει απωθημένο στο σκοτεινό ντουλάπι του συναισθήματος και από εκεί καθοδηγεί, χωρίς να το ξέρουμε, τις αποφάσεις μας στο μέλλον. Μέσα από το φίλτρο των συναισθημάτων που μας προκάλεσαν οι εμπειρίες μας βλέπουμε οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή μας, το αξιολογούμε και σχηματίζουμε γνώμη γι’ αυτό. Με λίγα λόγια, δεν μπορούμε να έχουμε μία αντικειμενική ματιά στην πραγματικότητα, αλλά ο καθένας μας την ερμηνεύει μέσα από τον δικό του «φακό», μέσα στη θολούρα που σχηματίστηκε από την ένταση των συναισθημάτων μας, κυρίως των αρνητικών. Αυτή τη θολούρα καθαρίζει η τραγωδία.
Τα εργαλεία
Η τραγωδία διδάσκεται από τους ηθοποιούς και τον χορό. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν έναν ρόλο, αλλά έμμετρα, όπως απαγγέλουν οι ποιητές τα ποιήματά τους. Τα μέλη του χορού λένε τραγούδια (τα οποία γίνονταν τα σουξέ της εποχής) κάνοντας ταυτόχρονα ρυθμικές, χορευτικές κινήσεις. Ο ρυθμός και η μελωδία δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, προκαλούσαν τις απαραίτητες δονήσεις που ξεσηκώνουν τον εσωτερικό κόσμο του θεατή, ο οποίος αποκτά έτσι τη διάθεση να γίνει μέρος της δράσης, να ταυτιστεί με τον ήρωα που πάσχει.
Οι τραγωδίες γράφονταν βάσει συγκεκριμένου σχεδίου. Η δομή του έργου ήταν τέτοια που κλιμάκωνε πολύ προσεκτικά τα συναισθήματα του θεατή. Αυτή η δομή διατηρείται σχεδόν ίδια και στις σύγχρονες ταινίες, κυρίως αυτές που πραγματεύονται κοινωνικά ή αισθηματικά θέματα. Το αποτέλεσμα είναι, ο θεατής να βιώνει βήμα –βήμα τη συντριβή του ήρωα, που βλέπει την άλλοτε ευτυχισμένη ζωή του να βαίνει προς την καταστροφή. Η επιδείνωση αυτή οφείλεται άλλοτε στις συνέπειες σφαλμάτων που έκανε εκούσια ή ακούσια στο παρελθόν και άλλοτε σε τυχαία περιστατικά ή, αν προτιμάτε, σε θεϊκές ενέργειες. Σε κάθε περίπτωση, ο θεατής υποφέρει μαζί με τον ήρωα, ανασύροντας από το σκοτεινό ντουλάπι του δικές του ξεχασμένες αστοχίες κι ατυχίες. Μαζί με τον ήρωα ξαναζεί τον πόνο που αγωνίστηκε να ξεχάσει. Κάποιες φορές η ένταση ήταν τόσο μεγάλη, που οι θεατές δεν μπορούσαν να την υπομείνουν. Αυτό συνέβη μ’ ένα έργο, που δυστυχώς δεν διασώθηκε, την «Άλωση της Μιλήτου» του ποιητή Φρύνιχου. Οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν τη θλίψη που τους προκάλεσε – επειδή τους έκανε να ξαναζήσουν την υποδούλωση της συγγενικής τους πόλης, της Μιλήτου – και, όχι μόνο απαγόρευσαν την παράσταση του έργου, αλλά τιμώρησαν τον ποιητή με μεγάλο πρόστιμο. Οι θεατές αντέδρασαν τόσο υπερβολικά επειδή το περιστατικό ήταν πολύ πρόσφατο και επειδή ήταν εξαιρετικά ευαίσθητοι σε πατριωτικά ζητήματα.
Τα λόγια των διαλόγων και των τραγουδιών είναι σαφή, κατανοητά στον θεατή, πολύ προσεκτικά διατυπωμένα και αποσκοπούν στην αποκάλυψη των αιτιών που οδηγούν τον ήρωα να κάνει αυτό που κάνει. Από δύο πηγές αναβλύζουν οι αποφάσεις του: Από τον τρόπο που σκέφτεται και από το ήθος, δηλαδή τον χαρακτήρα του. Η λογική και το συναίσθημα. Ο Απόλλων και ο Διόνυσος!
Η ψυχοθεραπεία
Ο φόβος και ο οίκτος είναι τα θεμελιώδη συναισθήματα που προκαλεί η τραγωδία, αναγκάζοντας τον θεατή να ξαναζήσει την εμπειρία που έχει θάψει στα βάθη του μυαλού του και να την αντιμετωπίσει εκδηλώνοντας τον πόνο του. Μόνος του δεν θα τολμούσε να ξεσκεπάσει το σκοτεινό μέρος της ψυχής του, από φόβο μήπως φανεί αδύναμος. Εκεί στο θέατρο όμως, μοιράζεται την εμπειρία του μαζί άλλους ανθρώπους που βιώνουν το δικό του δράμα ο καθένας. Σαν μία σιωπηλή ψυχοθεραπεία.
Σκεφτείτε τη στιγμή που η νεαρή Ιφιγένεια φτάνει στο λιμάνι της Αυλίδας, ενθουσιασμένη που θα παντρευτεί τον σπουδαιότερο ήρωα της Ελλάδας, τον πανέμορφο Αχιλλέα. Αυτό της είχε υποσχεθεί ο πατέρας της, ο βασιλιάς Αγαμέμνων, όταν την κάλεσε να έρθει. Αντί για τον Αχιλλέα όμως, την περίμενε ο θάνατος. Έπρεπε να θυσιαστεί στην Άρτεμη για να φυσήξει ο ούριος άνεμος που θα οδηγούσε τα καράβια των Αχαιών στην Τροία. Τι προδοσία! Τι κακό παιχνίδι τη μοίρας! Τι άσπλαχνος πατέρας! Λίγο πριν κατέβει το μαχαίρι του ιερέα στον λαιμό της, όμως, η θεά Άρτεμις βάζει στη θέση της ένα ελάφι κι εκείνη την παίρνει μακριά, σε ξένη χώρα, ιέρεια στον ναό της. Γλίτωσε τη χειρότερα, αλλά στην τραγωδία δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος, σαν αυτό που βλέπουμε στις ταινίες του Χόλιγουντ. Στην τραγωδία, ο θεατής εκπαιδεύεται να δέχεται την πραγματικότητα, να ενδυναμώνει την ψυχή του και όχι να ξεσκάει απλώς θάβοντας κι άλλη δυστυχία στο υποσυνείδητό του. Ο θεατής θα αποδεχτεί ότι η προδομένη Ιφιγένεια θα γλιτώσει τον θάνατο, αλλά θα είναι υποχρεωμένη να υπηρετεί για πάντα ως ιέρεια την θεά που την έσωσε.
Όταν το έργο τελειώνει
Οι θεατές τους αρχαίου θεάτρου γνώριζαν την υπόθεση του έργου πριν το δουν. Πιθανότατα είχαν δει την ίδια ιστορία ξανά στο παρελθόν ή τους είχαν διηγηθεί την ίδια ιστορία οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους. Σήμερα μπορεί να μας φαίνεται βαρετό, αλλά όταν ο σκοπός είναι η διδασκαλία και όχι η διασκέδαση, τότε έχει νόημα. Μήπως και στον ψυχοθεραπευτή μας δεν λέμε τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά; Μα αυτός είναι ο σκοπός: να εξοικειωθούμε με τα κρυμμένα μας.
Η σύγχρονη ψυχοθεραπεία δεν υπόσχεται θαύματα. Αν μπείτε σε αυτή τη διαδικασία, το πιθανότερο είναι να τη συνεχίσετε για πάντα. Αυτό συμβαίνει επειδή η θλίψη και ο φόβος που έχουμε συσσωρεύσει οφείλεται σε πολλά και πολύπλοκα συμβάντα της ζωής μας, αλλά και η αντοχή μας στην διαδικασία της αποκάλυψης των πηγών του πόνου είναι περιορισμένη.
Στην Αρχαία Ελλάδα η κάθαρση της ψυχής επερχόταν όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και σε διάφορες άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις δραματουργικής μορφής, όπως ήταν οι πομπές και οι λαμπαδηφορίες.
Σήμερα, θα πρέπει να είσαστε πολύ τυχεροί να πετύχετε μία καλή παρουσίαση αρχαίας τραγωδίας. Αν βρεθείτε στην Επίδαυρο καλοκαίρι, δοκιμάστε την τύχη σας. Ως τότε όμως, μπορείτε να διαβάσετε κάποιες και να γίνεται εσείς ο σκηνοθέτης. Επιστρατεύστε την φαντασία σας και δοκιμάστε την πρώτη ψυχοθεραπευτική μέθοδο που επινόησε ο ανθρώπινος νους. Θα σας κοστίσει όσο ένα βιβλίο.
πηγή: https://www.grethexis.com/the-therapeutic-aspect-of-greek-drama/