Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ & Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ/ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΙΑΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ (PDF)

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

Του ΓΙΩΡΓΟΥ Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΥ

Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Αθηνών


Μετά από συστηματική πλύση εγκεφάλου τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι σημερινοί Έλληνες έχουν αποκτήσει σφοδρή προκατάληψη και πρωτόγονα αντανακλαστικά εναντίον του βασιλικού θεσμού. Έτσι, ακόμη και σε πρόσφατη συζήτηση για την ακροδεξιά τύπου Λεπέν, το φαινόμενο συνδέθηκε με την ύπαρξη βασιλοφρόνων στη ΝΔ το 1974, ενώ πρόκειται, βέβαια, για τελείως άσχετα ζητήματα. Τόσο τυφλή προκατάληψη μαρτυρεί (και αναπαράγει) πλήρη άγνοια όχι μόνο για το βασιλικό θεσμό γενικά, αλλά και για την ελληνική ιστορία ειδικότερα.

Υπήρξε τάχα «ξενόφερτη» η βασιλεία στη Νεότερη Ελλάδα; Αυτό είναι το μόνιμο αλλά εντελώς ανιστόρητο επιχείρημα, που συνήθως αρκεί για τη συνοπτική απόρριψή της ή, σωστότερα, για τον εξορκισμό της. Ένα τέτοιο επιχείρημα θα είχε νόημα μόνο αν το νεοελληνικό έθνος δεν είχε παρελθόν (όπως π.χ. το αμερικανικό). Ωστόσο, ακόμη και αν εξαιρεθούν οι περίοδοι ξένης κατάκτησης (ρωμαϊκής και οθωμανικής), ο Ελληνισμός έζησε το μεγαλύτερο διάστημα υπό βασιλεία (ομηρική, μακεδονική, ελληνιστική, βυζαντινή). Στη διάρκεια τριών χιλιάδων ετών, μοναδικό «φωτεινό διάλειμμα» υπήρξε η εξαφάνιση της βασιλείας για τέσσερις περίπου αιώνες στις αρχαίες πόλεις-κράτη. Και τότε ακόμη, κραυγαλέα εξαίρεση υπήρξε η Σπάρτη. Με αυτό το παρελθόν, που και οι σημερινοί Έλληνες διεκδικούν μαχητικά ως δικό τους (πρόσφατα στο πρόσωπο Μακεδόνων βασιλέων), ο χαρακτηρισμός της βασιλείας ως «ξενόφερτης» φαντάζει γελοίος ή πάντως σχιζοφρενικός. Εξάλλου, η χιλιόχρονη μοναρχική παράδοση του Βυζαντίου αποτυπώνεται ανεξίτηλα και στην Ορθοδοξία, όπως δείχνουν οι ανόητες διαμάχες για το λεγόμενο Πολυχρόνιο και την αναφορά του σε «βασιλείς».

Δεν είναι λοιπόν αλήθεια ότι η βασιλεία «επιβλήθηκε» τάχα από ξένες δυνάμεις σε ένα λαό με δήθεν προαιώνια αντιβασιλικά γονίδια. Αρχικά, η αποδοχή της βασιλείας στη Νεότερη Ελλάδα υπήρξε σχεδόν καθολική, για προφανείς και πραγματιστικούς λόγους, τόσο εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς. Η βασιλεία εξασφάλιζε την απαραίτητη υποστήριξη Μεγάλων Δυνάμεων για την ανεξαρτησία του νεοελληνικού κράτους, αλλά και για τη μελλοντική του επέκταση. Αποτελούσε επίσης εγγύηση εσωτερικής σταθερότητας και αποτροπής ανεξέλεγκτων εμφυλίων συγκρούσεων, όπως αυτές που συνόδευσαν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Από την πρώτη στιγμή, το 1824, οι σχετικές διαμάχες δεν αφορούσαν τον ίδιο το βασιλικό θεσμό, αλλά μόνο την επιλογή βασιλέα. Σαράντα χρόνια αργότερα, οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία να επιλέξουν οι ίδιοι βασιλέα στο δημοψήφισμα του 1862. Η συντριπτική πλειοψηφία διάλεξε τότε τον πρίγκηπα Αλφρέδο της Μεγάλης Βρετανίας, δίνοντας έτσι στην κυβέρνησή της τη δυνατότητα να βρει εκείνη άλλον στη θέση του—τον μετέπειτα Γεώργιο Α΄. Παρά την αρνητική εμπειρία της βασιλείας επί Όθωνα, μόλις 93 επί συνόλου 241.202 ψηφισάντων επέλεξαν την αβασίλευτη δημοκρατία το 1862.

Ξενόφερτη υπήρξε πράγματι (και εκ των πραγμάτων) όχι η βασιλεία, αλλά η δυναστεία—τόσο η πρώτη που δεν μπόρεσε να θεμελιώσει ο Όθων, όσο και η δεύτερη που εγκαινίασε ο Γεώργιος Α΄. Το ίδιο όμως ισχύει και σε πολλές χώρες που παραμένουν βασίλεια μέχρι σήμερα, χωρίς προοπτική πολιτειακής μεταβολής. Η βρετανική δυναστεία υπήρξε προϊόν εισαγωγής από τη Γερμανία πριν τρεις αιώνες. Η
βελγική δυναστεία επίσης, πριν δύο σχεδόν αιώνες, με ιδρυτή τον παρ’ολίγο δικό μας πρώτο βασιλέα Λεοπόλδο του Σαξ-Κοβούργου. Το πιο πρόσφατο και εύγλωττο παράδειγμα στην Ευρώπη αποτελεί η Νορβηγία. Όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1905, δεν δίστασε να επιλέξει ως βασιλέα ένα Δανό πρίγκηπα, παρά την εχθρότητα που τη χώριζε από τη Δανία μετά από αιώνες καταπίεσης των Νορβηγών από τους Δανούς. Δεν εξηγείται λοιπόν η αποτυχία του βασιλικού θεσμού στη Νεότερη Ελλάδα απλώς και μόνο από το γεγονός ότι οι πρώτοι δύο βασιλείς ήσαν αναγκαστικά ξένοι, αφού δεν υπήρχαν Έλληνες υποψήφιοι.

Σε ανάλογο συμπέρασμα οδηγεί εξάλλου και η αναφορά στα πρόσωπα. Ο πιο πετυχημένος βασιλιάς της Νεότερης Ελλάδας ήταν ταυτόχρονα και ο πιο ξένος. Ο Γεώργιος Α΄ έζησε, αλλά και πέθανε ουσιαστικά ως Δανός πρίγκηπας (στον συνηθισμένο περίπατό του, χωρίς τις προφυλάξεις που θα εμπόδιζαν τη δολοφονία του). Γενικά διατήρησε τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις που θα είχε και στην πατρίδα του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να συμπληρώσει σχεδόν πενήντα χρόνια βασιλείας και τη μακρότερη μέχρι σήμερα περίοδο συνταγματικής ομαλότητας, επιδεικνύοντας προσαρμοστικότητα στις κρίσεις, ακόμη και το 1909. Αντίθετα, ο γιός του Κωνσταντίνος Α΄ υπήρξε κατά βάθος ο πιο ρωμιός βασιλιάς και σαν τέτοιος λατρεύτηκε από την πλειοψηφία της Παλαιάς Ελλάδας. Αυτό δεν εμπόδισε τον Κωνσταντίνο να αποτύχει οικτρά ως βασιλιάς, συμπαρασύροντας τη δυναστεία και τη βασιλεία και τερματίζοντας τη μέχρι τότε γενική αποδοχή τους.

Για να εξηγηθεί η αποτυχία της βασιλείας στη σύγχρονη Ελλάδα, δεν αρκεί λοιπόν η επίκληση της καταγωγής των προσώπων. Χρειάζεται πρώτα να εξεταστεί γενικά ο ρόλος που μπορεί να παίξει αυτός ο πανάρχαιος θεσμός στη νεότερη εποχή. Η ισοβιότητα και η κληρονομική διαδοχή εξασφαλίζουν στη βασιλεία ένα ασυναγώνιστο πλεονέκτημα στην εκπλήρωση συγκεκριμένης λειτουργίας: περισσότερο από οποιοδήποτε αιρετό αξίωμα, μπορεί να ενσαρκώνει την κρατική υπόσταση, συνέχεια και ανεξαρτησία. Σε καιρό ειρήνης, προέχει η εγγύηση της συνταγματικής τάξης. Σε καιρό πολέμου, γίνεται ακόμη πιο κρίσιμη και ορατή η συνολική λειτουργία που επιτελεί η βασιλεία, ιδίως μάλιστα αν ο ίδιος ο Βασιλιάς (ή έστω ο Διάδοχος) ηγηθεί των ενόπλων δυνάμεων, σύμφωνα με τον αρχέγονο πολεμικό χαρακτήρα του θεσμού.

Όσο κι αν μοιάζει σήμερα αναχρονιστική, η ανάλυση αυτή διατηρεί την αξία της ακόμη και για τον 20ό αιώνα. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αλβέρτος Α΄ του Βελγίου αναδείχθηκε ως ο αδιαμφισβήτητος πολεμικός ηγέτης της χώρας του, στερεώνοντας τη βασιλεία και τη νεαρή δυναστεία του, την ίδια ώρα που κατέρρεαν οι προαιώνιες δυναστείες των Ρομανώφ, των Αψβούργων και των Χοεντσόλερν. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πιο διδακτικό παράδειγμα προσφέρει ο Χάκων Ζ΄ της Νορβηγίας, όταν η χώρα του δέχθηκε αιφνιδιαστική γερμανική επίθεση τον Απρίλιο του 1940. Κατανοώντας, ακριβώς, ότι αυτός ενσάρκωνε την κρατική υπόσταση, συνέχεια και ανεξαρτησία, οι Γερμανοί επιδίωξαν πρώτα την αιχμαλωσία του, ύστερα την εξόντωσή του και αργότερα την παραίτησή του. Εκείνος όμως αρνήθηκε να παραιτηθεί, επικαλούμενος τον όρκο που είχε δώσει το 1905 να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της νέας του πατρίδας. Συνέχισε τον πόλεμο από το Λονδίνο, ενώ στην κατεχόμενη χώρα του το βασιλικό μονόγραμμα γραφόταν παράνομα στους τοίχους, ως σύνθημα αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους.

Η ισοβιότητα και η κληρονομική διαδοχή, δύο στοιχεία κατεξοχήν αρχαϊκά, άλογα και αντιδημοκρατικά, αποτελούν ταυτόχρονα την αχίλλεια πτέρνα της βασιλείας. Σε παλιότερες εποχές, ηλίθιοι ή παράφρονες βασιλιάδες γίνονταν συνήθως ανεκτοί, ιδίως όταν υπήρχε η θεσμική διέξοδος της αντιβασιλείας. Στη νεότερη εποχή, όμως, δεν υπάρχει τέτοια ανοχή. Το τέλος της βασιλείας προέρχεται πάντα από την ανεπάρκεια και τα λάθη του τελευταίου ή των τελευταίων εστεμμένων. Εξάλλου, τον 20ό αιώνα, έπαψε πλέον να αποτελεί ορθολογική επιλογή η αναζήτηση νέας δυναστείας μετά την αποτυχία της προηγούμενης.

Μόνο σ’ αυτό το γενικότερο και συγκριτικό πλαίσιο μπορεί να κατανοηθεί και η αποτυχία της βασιλείας στη σύγχρονη Ελλάδα. Με βάση όσα συνοπτικά εκτέθηκαν για τη λειτουργία που επιτελεί ο βασιλικός θεσμός, η ελληνική δυναστεία γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία της την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Γεώργιος Α΄ πήγε και έμεινε στη Θεσσαλονίκη ακριβώς για να ενσαρκώνει την ελληνική κυριαρχία στην επίμαχη πόλη. Μετά τη δολοφονία του εκεί, εύλογα παρομοιάστηκε με τον αρχαίο Κόδρο, βασιλιά της Αθήνας που θυσιάστηκε για την πόλη του. Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Α΄ ηγήθηκε του νικηφόρου στρατού, πρώτα ως Διάδοχος και ύστερα ως Βασιλιάς. Με αυτά τα δεδομένα, η βασιλεία και η δυναστεία μπορούσαν ασφαλώς να αποκτήσουν οριστικά και ατράνταχτα θεμέλια.

Τα δεδομένα αυτά ανέτρεψε ραγδαία και ανεπανόρθωτα η καταστροφική πορεία που ακολούθησε αμέσως μετά ο Κωνσταντίνος Α΄. Διέψευσε με τον πιο βάναυσο τρόπο τη θεσμική αποστολή της βασιλείας συνολικά, ακόμη και στο στοιχειώδες επίπεδο της προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους. Η απόλυτη τύφλωσή του φαίνεται προπαντός από την άρνησή του να παραιτηθεί έγκαιρα, σε όφελος της δυναστείας. Το 1922 ήταν πια πολύ αργά.

Η συνέχεια μπορεί να ειδωθεί, με νέα ματιά, σαν μια σειρά από χαμένες ευκαιρίες για τη βασιλεία. Μετά τη βίαιη Παλινόρθωση του 1935, ο Γεώργιος Β΄ είχε την ιστορική ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή (όπως πίστεψε και ο Βενιζέλος). Κατέληξε να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Παραβιάζοντας τον όρκο του και συμπράττοντας με τον Μεταξά στην επιβολή δικτατορίας, προκάλεσε (όπως ο πατέρας του) μία μακροπρόθεσμα καταστρεπτική κρίση νομιμότητας, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Ακόμη και μετά το θάνατο του Μεταξά, ο Γεώργιος Β΄ φάνηκε εντελώς ανίκανος να μιμηθεί τους συγγενείς του (της Δανίας και της Νορβηγίας) και να δείξει τι σημαίνει βασιλιάς σε καιρό πολέμου και εχθρικής κατοχής.

Ότι μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά η βασιλεία απέκτησε νέα ζωτικότητα και ευρύτερη αποδοχή, ως πόλος συσπείρωσης και εγγύηση κατά του κομμουνισμού, οφείλεται λιγότερο στην ιδιοτελή πολιτική του Γεωργίου Β΄ και πολύ περισσότερο στις επιλογές των αντιπάλων του, με πρώτο το ΚΚΕ. Ο Παύλος με τη Φρειδερίκη ενσάρκωσαν δυναμικά αυτό το νέο ρόλο της βασιλείας, με αξιοσημείωτη επιτυχία στην αρχή, αλλά παντελή έλλειψη προσαρμοστικότητας στη συνέχεια. Παρά τις προσδοκίες ορισμένων (π.χ. του Γεωργίου Παπανδρέου), ο Κωνσταντίνος Β΄ αποδείχθηκε αμέσως ακατάλληλος για ένα (ακόμη) νέο ξεκίνημα. Ακόμη και την ύστατη στιγμή, το 1967, έχασε την ευκαιρία να γίνει πράγματι εγγυητής της συνταγματικής τάξης, έστω εκ των υστέρων, και να συσπειρώσει γύρω του την αντίσταση στη δικτατορία. Αυτή ήταν η τελευταία ιστορική ευκαιρία για τη βασιλεία στην Ελλάδα, που εξανεμίστηκε οικτρά από τον τελευταίο Κωνσταντίνο.

Αρκεί εδώ η σύγκριση με το γαμπρό του. Παρά την επιλογή και ανάδειξή του από τη δικτατορία του Φράνκο, ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας καταξιώθηκε αμετάκλητα ως εγγυητής της μετάβασης στη δημοκρατία και της νέας συνταγματικής τάξης, ιδίως μετά τη θαρραλέα και αποτελεσματική αντίστασή του στην απόπειρα πραξικοπήματος από νοσταλγούς της δικτατορίας. Δίπλα στον Χουάν Κάρλος, η αδελφή του Κωνσταντίνου Σοφία αποτελεί ζωντανή απόδειξη ότι δεν την εμπόδισαν ούτε η καταγωγή της ούτε η ανατροφή της να γίνει επιτυχημένη βασίλισσα στη νέα της πατρίδα.

πηγή: https://www.academia.edu/2582953/%CE%97_%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%B7_%CE%9D%CE%B5%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ/ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΙΑΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ:

http://lyk-peir-anavr.att.sch.gr/Lessons/01HUMANITIES/History/StudentWorks/22_Revelou_Political_systems.pdf