‘’Ο ουρανός είναι ο πατέρας μου, αυτός με γέννησε. Οικογένειά μου έχω όλο αυτό το ουράνιο περιβάλλον. Μάνα μου είναι η μεγάλη η γη, το ψηλότερο της επιφάνειάς της μέρος είναι η μήτρα της. Εκεί ο πατέρας γονιμεύει το στήθος εκείνης που είναι γυναίκα του μαζί και θυγατέρα του’’. Να, πως προσεύχονταν ο ποιητής των Βεδών εδώ και 4000 με 5000 χρόνια μπροστά στον αυτοσχεδίαστο βωμό, όπου άναβε φωτιά από τα ξερόχορτα.
Βαθειά ενατένιση του θείου, υπέροχη συνείδηση διαπνέουν αυτά τα μεγαλόπρεπα λόγια που περικλείουν το μυστικό της διπλής καταγωγής του ανθρώπου, της θεϊκής και της γήινης. Η εποχή εκείνη η πρωτόγονη, εποχή της Αρίας φυλής, ρωμαλέα και σοβαρή, σε τίποτα δεν μοιάζει με τη χρυσή παιδική εποχή, που ονειρεύονταν οι ποιητές. Ο πόνος και ο αγώνας δεν απουσιάζουν βέβαια και από αυτήν. Στις Ινδίες η σκέψη θα γίνει πιο διορατική και πιο εισδυτική, τα αισθήματα θα εξευμενιστούν. Στην Ελλάδα τα πάθη και οι ιδέες θα αλλάξουν, θα εξυψωθούν με τη γοητεία της Τέχνης και με τον μαγικό μανδύα της Ομορφιάς. Όμως καμιά ποίηση δεν ξεπερνά μερικούς βεδικούς ύμνους σε ηθικό μεγαλείο και σε ύψος νοήματος. Μέσα στους ύμνους αυτούς υπάρχει το αίσθημα του θείου στη φύση, του αόρατου που το περιζώνει και η αντίληψη της μεγάλης ενότητας που βρίσκεται μέσα σε όλα, παντού.
Πώς γεννήθηκε ένας τέτοιος πολιτισμός ανάμεσα σε σκληρούς πολέμους των φυλών και στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στη φύση αναπτύχθηκε μια τόση ανώτερη στόχαση; Οι θρησκευτικές παραδόσεις των λαών όταν ερμηνεύονται με το εσωτερικό τους νόημα, οδηγούν παραπέρα και μας επιτρέπουν να μαντέψουμε πως η πρώτη συγκρότηση του αριανού πυρήνα στο Ιράν έγινε με ένα είδος επιλογής μέσα σε αυτή την ίδια τη λευκή φυλή, με την εμφάνιση και οδηγία ενός ηγέτη, κατακτητή και νομοθέτη. Αυτός έδωσε στο λαό του μια θρησκεία και μια νομοθεσία σύμφωνα με το δαιμόνιο πνεύμα της λευκής φυλής. Ο Πέρσης ποιητής Φιρντούσι ονομάζει τον πρώτο αυτόν νομοθέτη Ντζέμ, κατακτητή των μαύρων. Στην εποποιϊα των Ινδών τη ‘’Ραμαγιάνα’’ ο ιδρυτής της πρώτης θρησκείας εμφανίζεται με το όνομα Ράμα. Ντυμένος σαν Ινδός βασιλιάς και τυλιγμένος στην αίγλη ενός ανεπτυγμένου πολιτισμού, διατηρώντας ωστόσο τα δύο χαρακτηριστικά που κυριώτερα τον διακρίνουν, του αναμορφωτή κατακτητή και του θρησκευτικού μύστη.
Στις αιγυπτιακές πάλι παραδόσεις η εποχή του Ράμα χαρακτηρίζεται από την βασιλεία του Οσίρις, του θεού του φωτός που κυριαρχεί στον κόσμο πριν από τη βασιλεία της Ίσιδος, της θεάς των μυστηρίων. Στην Ελλάδα τέλος τον πανάρχαιο αυτόν ημίθεο και ήρωα του πνεύματος τον τιμούσαν με το όνομα του Διονύσου, που προέρχεται από το σανσκριτικό όνομα Ντέσα Ναχούσα και σημαίνει ‘’θείος αναμορφωτής’’. Μάλιστα ο ιδρυτής των ελληνικών μυστηρίων, ο Ορφέας, έδωσε το όνομα αυτό στη θεϊκή Διάνοια και ο ποιητής Νόνος ύμνησε τον θεό Διόνυσο για κατακτητή των Ινδιών, σύμφωνα με τις μυστηριακές παραδόσεις της Ελευσίνας.
Τότε, πέρα από τις Ινδίες των ιερών γραφών Βέδα, πέρα από το Ιράν του Ζωροάστρη ή Ζαρατούστρα, στο μέρος που πρωτοχαράζει η αυγή της λευκής φυλής, θα δούμε από τους πυκνούς δρυμούς της αρχαίας Σκυθίας να ξεπροβάλλει ο πρώτος εκείνος δημιουργός της αρίας ή αριανής θρησκείας, φορώντας τη διπλή κορώνα του μύστη και του κατακτητή, καρτώντας στο χέρι τη μυστική φωτιά, το ιερόν πύρ που θα φωτίσει όλες τις φυλές σε όλο τον κόσμο.Τέσσερις με πέντε χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας αδιαπέραστα δάση σκέπαζαν ακόμη την αρχαία Σκυθία, που απλώνονταν από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τις πολικές θάλασσες. Οι μαύροι είχαν ονομάσει την ήπειρο αυτή που την είδαν να δημιουργείται νησί με νησί, ‘’η γη που ξεπρόβαλε μέσα από τα κύματα’’. Πόσο διαφορετική από το κάτασπρο έδαφός τους που το πυρπολούσε ο ήλιος ήταν η Ευρώπη αυτή, με τις καταπράσινες ακτές της, τους υγρούς και βαθειούς κόλπους της, τους ονειροπόλους ποταμούς, τις σκοτεινές λίμνες και τις πυκνές της ομίχλες που κρέμονταν ολοένα πάνω από τις κορυφές των βουνών. Ο λευκός άνθρωπος που κατοικούσε στα δάση αυτά, δεν ήταν πια ο άνθρωπος των σπηλαίων. Ήταν τώρα στα αλήθεια ο αφέντης της γης του. Είχε επινοήσει τα μαχαίρια και τα τσεκούρια από πυριτόλιθο, το τόξο και τα βέλη, τη σφεντόνα και τη θηλεία. Τέλος είχε βρει δυο συμπολεμιστές, δύο εξαίσιους φίλους ασύγκριτους και αφοσιωμένους ως το θάνατο, τον σκύλο και το άλογο. Ο ημερωμένος σκύλος έγινε ο πιστός φύλακας της ξύλινης καλύβας του και τον βοήθησε να ασφαλίσει το σπιτικό του. Δαμάζοντας το άλογο είχε κατακτήσει τη γη και είχε υποτάξει τα άλλα ζώα. Είχε γίνει ο βασιλιάς του γύρου κόσμου. Καβάλα πάνω σε ξανθά άλογα, οι κοκκινομάλληδες αυτοί άνθρωποι ορμούσαν σαν θύελλα. Ο πολιτισμός είχε αρχίσει. Δημιουργήθηκε η φυλή και κάποια υποτυπώδης οικογένεια. Παντού οι Σκύθες, οι γιοι των Υπερβορείων, έχτιζαν τεράστια μνημεία για να τιμήσουν τους προγόνους τους. Όταν πέθαινε ένας αρχηγός έθαβαν μαζί του τα όπλα και το άλογό του, για να μπορεί ο πολεμιστής καθώς έλεγαν να ξεπεράσει τα σύννεφα και να διώξει τον πύρινο Δράκοντα στον άλλο κόσμο. Από τη συνήθεια αυτή προήλθε το έθιμο της θυσίας του αλόγου που τόσο μεγάλο ρόλο παίζει στις Βέδες και τους Σκανδιναβούς. Η θρησκεία άρχισε με την λατρεία των προγόνων. Οι Σκύθες και οι Κέλτες βρήκαν τους θεούς, τα πολλαπλά πνεύματα, μέσα στα βαθιά και αδιαπέραστα δάση τους. Εκεί άκουσαν φωνές, εκεί αισθάνθηκαν τα πρώτα ρίγη του Αοράτου, τις οπτασίες του Υπερπέραν.
Από τα παλιά χρόνια διάφορες γυναίκες οραματίζονταν και προφήτευαν κάτω από τα δέντρα. Κάθε φυλή είχε τη μεγάλη προφήτισσά της, όπως ο Σκανδιναβός την Βελούσπα και τις ιέρειές της. Οι γυναίκες όμως αυτές που στην αρχή ήταν πραγματικά εμπνευσμένες, με τον καιρό έγιναν φιλόδοξες και σκληρές. Οι καλές προφήτισσες μεταβλήθηκαν σε κακές μάγισσες. Όρισαν τις ανθρώπινες θυσίες και το αίμα των θυμάτων τους έτρεχε αδιάκοπα πάνω στους πέτρινους βωμούς, ανάμεσα στους ψαλμούς των ιερέων και τα ξεφωνητά των αρχαίων Σκυθών. Ανάμεσα σε αυτούς τους ιερείς βρίσκονταν ένας νέος στο άνθος της ηλικίας του, που είχε το όνομα Ραμ. Είχε δείξει από νωρίς ιδιαίτερη κλίση για τα φυτά, τις θαυματουργές τους ιδιότητες, την απόσταξη και Παρασκευή των χυμών τους, καθώς και για την μελέτη των άστρων και την επίδρασή τους πάνω στη γη. Φαίνονταν σαν να μαντεύει και να βλέπει απόμακρα πράγματα. Για αυτό τον λόγο επιβλήθηκε από πολύ νωρίς στους άλλους ιερείς και ξεχώριζε ανάμεσά τους.
Ωστόσο ο Ράμ που ενδιαφερόταν για την θεία επιστήμη είχε ταξιδέψει σε όλη τη Σκυθία και στις χώρες του Νότου. Γοητευμένοι από τις προσωπικές γνώσεις του και τη μετριοφροσύνη του οι ιερείς των μαύρων του εμπιστεύθηκαν ένα μέρος από τις μυστικές τους γνώσεις. Όταν ξαναγύρισε στην χώρα του Βορρά, ο Ραμ τρόμαξε όταν είδε ότι η λατρεία των θυσιών εξαπλώνονταν όσο περνούσε ο καιρός και περισσότερο ανάμεσα στους συμπατριώτες του. Ένιωσε πως αυτό θα οδηγούσε στην καταστροφή της φυλής του. Τότε ακριβώς μια άλλη θεομηνία έπεσε πάνω στους λευκούς και ο Ραμ πίστεψε πως επρόκειτο για μια νέα θεία τιμωρία για την ιερόσυλη λατρεία, την αιματόβρεχτη. Από τις επιδρομές τους στις χώρες του Νότου και τις επαφές τους με τους μαύρους, οι λευκοί είχαν μεταφέρει μια τρομερή αρρώστια, ένα είδος πανούκλας. Οι άνθρωποι που υπέφεραν από αυτήν έχαναν όλο τους το αίμα την πηγή της ζωής τους. Ολόκληρο το σώμα τους σκεπάζονταν από κατάμαυρες κηλίδες, η ανάσα τους βρωμούσε φριχτά, τα μέλη τους πρήζονταν και σάπιζαν από τα έλκη ή παραμορφώνονταν και τέλος δυστυχώς ο άρρωστος πέθαινε μέσα σε αφάνταστους πόνους.
Ο Ραμ άδικα αναζητούσε περίλυπος έναν τρόπο σωτηρίας. Συνήθιζε πάντα να πηγαίνει να κάθεται κάτω από μια βελανιδιά σε ένα άδεντρο σημείο του δάσους και εκεί να σκέπτεται για να βρει μια λύση στα ζητήματα που τον απασχολούσαν. Ένα απόγευμα την ώρα που σουρούπωνε, ενώ συλλογιζότανε τα βάσανα της φυλής του, ο νεαρός στοχαστής αποκοιμήθηκε στην ρίζα του δέντρου. Στον ύπνο του νόμισε ότι μια φωνή τον κάλεσε με δυνατή φωνή και ένιωσε σαν να ξύπνησε. Και τότε είδε μπροστά του έναν άντρα με μεγαλοπρεπέστατο ανάστημα που ήταν ντυμένος με έναν λευκό μανδύα, σαν αυτόν που φορούσε ο ίδιος και οι άλλοι ιερείς. Το παράξενο αυτό άτομο κρατούσε ένα ραβδί γύρω από το οποίο ήταν τυλιγμένο ένα φίδι.
Ο Ραμ κατάπληκτος ετοιμαζότανε να ρωτήσει τον άγνωστο τι σήμαινε αυτό, αλλά την ίδια στιγμή εκείνος τον έπιασε από το χέρι και του έδειξε πάνω στο δέντρο ένα ωραίο κλαδί ιξού, ένα φυτό παράσιτο στους κορμούς των δέντρων των δασών ιερό των Δρυίδων, το γνωστό ‘’γκι’’. –Ω, Ραμ του είπε, να το φάρμακο που ζητάς! Κατόπιν έβγαλε από το στήθος του ένα μικρό χρυσό κλαδευτήρι, έκοψε το κλαδί και του το έδωσε. Ψιθύρισε ακόμα μερικές λέξεις για τον τρόπο που έπρεπε να παρασκευασθεί ο ιξός και ύστερα εξαφανίστηκε. Τότε ο Ραμ ξύπνησε πραγματικά και αισθάνθηκε τον εαυτό του πολύ δυνατό. Μια εσωτερική φωνή του έλεγε ότι είχε βρει τη σωτηρία. Δεν παρέλειψε φυσικά να παρασκευάσει τον ιξό σύμφωνα με τις συμβουλές του φίλου του με το χρυσό κλαδευτήρι. Έδωσε έπειτα σε έναν άρρωστο το ποτό αυτό και εκείνος θεραπεύτηκε αμέσως. Οι θαυματουργές θεραπείες που έκανε ο Ραμ τον έκαναν αμέσως διάσημο σε ολόκληρη τη Σκυθία. Τον καλούσαν παντού για να γιατρέψει τους αρρώστους.
Οι οπαδοί του Ραμ ταξίδεψαν σε ολόκληρη τη Σκυθία και παντού θεράπευαν με τον ιξό τους αρρώστους. Οι άνθρωποι τους θεωρούσαν πια σαν αγγέλους του θεού και πίστευαν ότι ο Ραμ, ο αρχηγός τους, ήταν ένας αληθινός ημίθεος. Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στο να αρχίσει μια καινούρια λατρεία. Από τότε ο ιξός θεωρήθηκε ιερό φυτό. Ο Ραμ διαιώνισε τη μνήμη του ιξού εγκαινιάζοντας την εορτή του Νόελ ή της Νέας Σωτηρίας, τα Χριστούγεννα των Δυτικών σήμερα. Που την όρισε στην αρχή του χρόνου και την ονόμασε η Μητέρα Νύχτα, του νέου ήλιου, ή η Μεγάλη Αναγέννηση. Όσο για το μυστηριακό πλάσμα που είδε στο όνειρό ο Ραμ και το οποίο τον συμβούλεψε να μεταχειριστεί τον ιξό, στην εσωτερική παράδοση των λευκών της Ευρώπης πήρε το όνομα Αέσκ-χεώλ-χόπα, που σημαίνει ‘’η ελπίδα της σωτηρίας στο δάσος’’. Οι αρχαίοι Έλληνες τον μετέβαλαν σε Ασκληπιό, τον θεό της ιατρικής που κρατεί το μαγικό ραβδί που έχει τη μορφή του κηρυκείου.
Κάθε λευκή φυλή είχε τότε ένα αναγνωριστικό σημάδι. Αυτό ήταν μια μορφή ζώου που συμβόλιζε τα ιδιαίτερα προτερήματά της. Άλλοι αρχηγοί επάνω στα ξύλινα ανάκτορά τους κάρφωναν γερανούς, αετούς ή γύπες, άλλοι κεφάλια από αγριογούρουνα ή βούβαλους. Το έμβλημα όμως που προτιμούσαν οι Σκύθες ήταν ο ταύρος, το σήμα της κτηνώδης δύναμης και της βίας. Αντί για τον ταύρο λοιπόν ο Ραμ όρισε τον κριό, τον γενναίο και υπομονητικό αρχηγό του κοπαδιού και τον καθιέρωσε σαν αναγνωριστικό σύμβολο όλων των οπαδών του.
Το σύμβολο αυτό όταν υψώθηκε στο κέντρο της Σκυθίας προκάλεσε τη γενική εξέγερση και μια πραγματική επανάσταση στα πνεύματα. Οι λευκοί λαοί χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα και η ψυχή ακόμα της λευκής φυλής χωρίστηκε σε δύο μέρη για να απαλλαγεί από την κτηνωδία και να ανέβει στην πρώτη βαθμίδα του αόρατου ιερού, που οδηγεί στη θεία ανθρωπότητα. Θάνατος στον Κριό φώναζαν οι οπαδοί του Ταύρου, πόλεμος εναντίον του Ταύρου ούρλιαζαν οι οπαδοί του Ραμ. Ένας τρομερός πόλεμος κόντευε να ξεσπάσει.
Μπροστά στον κίνδυνο αυτό και την ανησυχία του Ραμ για την επερχόμενη καταστροφή πάλι της φυλής του, είδε ένα άλλο όνειρο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος από σκοτεινά πυκνά σύννεφα που σκέπαζαν τα βουνά και που άγγιζαν στο πέρασμά τους τις κορφές των δέντρων, που τα έδερνε μια μανιασμένη θύελλα. Όρθια σε έναν βράχο στέκονταν μια γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά και ήταν έτοιμη να χτυπήσει έναν πολεμιστή που βρίσκονταν σωριασμένος μπροστά της. –Στο όνομα των προγόνων στάσου της φώναξε ο Ραμ και όρμησε προς τη γυναίκα. Η ιέρεια ενώ απειλούσε τον αντίπαλό της του έριξε ένα διαπεραστικό και άγριο βλέμμα. Ο κεραυνός όμως βρόντηξε εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στα πυκνά σύννεφα και στη λάμψη μιας αστραπής παρουσιάστηκε μια παράξενη φιγούρα και γεμάτη από φως μορφή. Το δάσος ολόκληρο ανατρίχιασε, η ιέρεια έπεσε καταγής σαν κεραυνωμένη, τα δεσμά του αιχμαλώτου λύθηκαν και ο ίδιος κοίταζε με απορία τον φωτεινό γίγαντα. Ο Ραμ δεν έτρεμε γιατί στα χαρακτηριστικά της οπτασίας αναγνώρισε το θείο πλάσμα που του είχε άλλοτε μιλήσει κάτω από το δρυ. Τη φορά αυτή του φάνηκε ωραιότερος γιατί ολόκληρο το σώμα του ακτινοβολούσε.
Και ο Ραμ κοιτάζοντας γύρω του είδε τότε ότι βρίσκονταν σε έναν ανοιχτό ναό με μεγάλες κολώνες. Στη θέση της μεγάλης πέτρας του θυσιαστηρίου υψωνόταν ένας βωμός. Εκεί πλάι στεκόταν ο πολεμιστής που στα μάτια του ήταν ακόμη ζωγραφισμένος ο φόβος του θανάτου. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη κατάχαμα επάνω στο πλακόστρωτο και φαίνονταν σαν νεκρή. Το θείο Δαιμόνιο κρατούσε στο δεξί του χέρι έναν πυρσό και στο αριστερό ένα κύπελλο και είπε, -Ραμ είμαι ευχαριστημένος από σένα. Βλέπεις αυτόν τον πυρσό; Είναι η ιερή φωτιά του θείου Πνεύματος. Βλέπεις το κύπελλο αυτό; Είναι το κύπελλο της Ζωής και της Αγάπης. Δώσε τον πυρσό στον Άντρα και το κύπελλο στη Γυναίκα. Ο Ραμ έκανε ότι πρόσταξε το θείο Δαιμόνιο. Μόλις ο πυρσός βρέθηκε στα χέρια του άντρα και το κύπελλο στα χέρια της γυναίκας, η φωτιά άναψε μόνη της επάνω στον βωμό και οι δυο αυτοί ακτινοβόλησαν και μεταμορφώθηκαν στον θείο Σύζυγο και τη θεία Σύζυγο. Σύγχρονα ολόκληρος ο ναός πλάτυνε, οι κολώνες άγγιξαν τον ουρανό και ο θόλος του έγινε ένα με το στερέωμα.
Τότε ο Ραμ παρασυρμένος από το όνειρό του, είδε τον εαυτό του να μεταφέρεται στην κορυφή ενός βουνού κάτω από τα γεμάτα άστρα ουρανό. Όρθιο πάντα κοντά του το Δαιμόνιο του εξηγούσε την έννοια των αστερισμών και τον έκανε να διαβάζει στα λαμπερά σημεία του ζωδιακού κύκλου τις τύχες της ανθρωπότητας. –Υπέροχο πνεύμα ποιος είσαι λοιπόν; Ρώτησε ο Ραμ το Δαιμόνιο. Και το Δαιμόνιο αποκρίθηκε, -Ονομάζομαι Ντέβα Ναχούσα, η θεία Διάνοια! Εσύ Ραμ θα διασώσεις το φως μου στη γη και εγώ υα παρουσιάζομαι πάντα όταν με καλείς. Τώρα ακολούθησε τον δρόμο σου. Πήγαινε! Και με το χέρι του το Δαιμόνιο έδειξε την Ανατολή.
Στο όνειρο αυτό, σαν μέσα σε ένα λαμπερό φως, ο Ραμ είδε την αποστολή του και την απέραντη αποστολή της φυλής του. Αντί να ανάψει τον πόλεμο ανάμεσα στις φυλές της Ευρώπης, αποφάσισε να οδηγήσει το πιστότερο τμήμα της φυλής του στην καρδιά της Ασίας. Ανάγγειλε στους δικούς του ότι θα καθιέρωνε τη λατρεία της ιερής Φωτιάς που θα έφερνε την ευτυχία στους ανθρώπους, ότι οι ανθρώπινες θυσίες καταργούνται πια για πάντα, ότι η επίκληση των προγόνων θα γινόταν όχι πια με τις μανιακές ιέρειες που διψούσαν για αίμα, αλλά αναίμαχτα σε κάθε οικογένεια από τον σύζυγο και την σύζυγο, ενωμένους στην ίδια προσευχή και θα ήταν σαν ύμνος λατρείας πλάι στην ιερή φωτιά που τα εξαγνίζει όλα.
Η τεράστια μετανάστευση από την Ευρώπη έχοντας για αρχηγό τον Ραμ, ξεκίνησε σιγά σιγά και διευθύνθηκε προς το κέντρο της Ασίας. Κοντά στον Καύκασο αναγκάστηκε να καταλάβει πολλές κυκλώπειες οχυρώσεις των Μαύρων. Σαν ανάμνηση για τις νίκες αυτές, οι αποικίες των λευκών χάραξαν αργότερα τεράστιες κεφαλές κριών επάνω στους βράχους του Καυκάσου. Ο Ραμ φάνηκε αντάξιος της μεγάλης αποστολής του. Ξεπερνούσε όλες τις δυσκολίες, σκεπτόταν και φρόντιζε για το κάθε τι, πρόβλεπε το μέλλον, θεράπευε τις αρρώστιες, ησύχαζε τις εξεγέρσεις, έδινε σε όλους θάρρος και ελπίδα. Έτσι οι ουράνιες δυνάμεις ήθελαν την κυριαρχία της βόρειας φυλής στη γη και έριχναν με το Δαιμόνιο του Ραμ φωτεινές ακτίνες στον δρόμο της.
Δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Τουράνιους, μια παλαιά σκυθική φυλή που στις φλέβες της έτρεχε και κάμποσο κίτρινο αίμα, η οποία κατοικούσε στην Άνω Ασία και τους παρέσυρε στην κατάκτηση του Ιράν, από το οποίο έδιωξε τελείως τους μαύρους γιατί ήθελε το κέντρο της Ασίας να το κατέχει ένα λαός που να είναι καθαρά λευκής φυλής και να γίνει για όλες τις άλλες χώρες ένα κέντρο ισχυρό για να σκορπά το φως του ολόγυρα. Ο Ραμ δίδασκε ακόμα στους ανθρώπους το όργωμα και τη σπορά της γης και υπήρξε ο πρώτος που έκανε χρήση του σταριού και του κλήματος. Δημιούργησε τις ράτσες ανάλογα με την ασχολία του κάθε ατόμου και χώρισε τον λαό σε ιερείς, πολεμιστές, καλλιεργητές και τεχνίτες.
Με το δημιουργικό δαιμόνιό του ο μεγάλος μύστης της Αρίας είχε δημιουργήσει στο κέντρο της Ασίας στο Ιράν, ένα λαό, μια κοινωνία, μια ζωή όλο σφρίγος που ακτινοβολούσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι αποικίες των πρωτόγονων της Αρίας εξαπλώθηκαν στην Ασία και την Ευρώπη και έφεραν μαζί τους τα έθιμά τους, τη λατρεία τους και τους θεούς τους. Απ’ όλες αυτές τις αποικίες ο κλάδος της Αρίας της Ινδικής, οι Βέδες, έχουν για μας τριπλή αξία. Πρώτον, γιατί μας οδηγούν στην εστία της αρχαίας και καθαρής αριανής θρησκείας που οι βεδικοί της ύμνοι μοιάζουν σαν λαμπερές ακτίνες. Μας δίνουν, κατόπιν, το κλειδί της Ινδικής και τέλος μας φανερώνουν μια πρώτη αποκρυστάλλωση των αρχικών ιδεών της εσωτερικής θεωρίας και όλων των αρίων θρησκειών.
πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο ‘’Οι Μεγάλοι Μύσται’’ του Εδουάρδου Σουρέ